ἀλφώδης

ἀλφώδης
ἀλφώδης
leprous
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ἀλφώδης
leprous
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἀλφώδης
leprous
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλφώδης — ἀλφώδης, ες (Α) λεπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφός + παραγ. κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • ἀλφώδη — ἀλφώδης leprous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλφώδης leprous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλφώδης leprous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφῶδες — ἀλφώδης leprous masc/fem voc sg ἀλφώδης leprous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… …   Dictionary of Greek

  • κνησμώδης — ες (AM κνησμώδης, ῶδες) [κνησμός] 1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός 2. αυτός που πάσχει από κνησμό αρχ. αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.). επίρρ... κνησμωδώς (Α) με τρόπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”